- μονοκράτωρ
- ο (Μ μονοκράτωρ, -ορος)βλ. μονοκράτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοκράτορας — και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης μσν. ανώτατος διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κράτωρ.] … Dictionary of Greek
μονοκρατορία — η (Μ μονοκρατορία) [μονοκράτωρ] η απόλυτη κυριαρχία τού ενός, η μοναρχία … Dictionary of Greek
μονοκρατορεύω — (Μ) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας … Dictionary of Greek
μονοκρατορώ — (Μ μονοκρατορῶ, έω) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας … Dictionary of Greek
ՀՈՄԻՇԽԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0119 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. Իշխանակից. գործակից իշխանութեան. *Գործք շմուէլի անարժան հոմիշխանին մեծին սահակայ. Խոր. ՟Գ. 66: *Ինքնագործ՝ հոմիշխան երկուցն եւս ընդ նմին. Նար. ՟Լ՟Դ: *Եղիցես ընդ իս միաբան բնակել հոմիշխան. Պտմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)